λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
κωμοπολίτης, -ου, ὁ (Μ)ο κάτοικος κωμόπολης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + πολίτης.