κωμοπολίτης

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek Monolingual

κωμοπολίτης, -ου, ὁ (Μ)
ο κάτοικος κωμόπολης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + πολίτης.