κωμοπολίτης

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

κωμοπολίτης, -ου, ὁ (Μ)
ο κάτοικος κωμόπολης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + πολίτης.