κωποδέτης

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

κωποδέτης, δωρ. τ. κωποδέτας, ὁ (Α)
αυτός που δένει το κουπί στον σκαλμό της λέμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + δέτης (< δέω «δένω»)].