κόλλη

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

κόλλη, ἡ (Α)
συγκολλητική ουσία, κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κόλλα.