κότινον

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1493] τό, = Folgdm, Schol. Plat. Phaedr.

Greek Monolingual

κότινον, τὸ (Α)
ο κότινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κότινος, , με αλλαγή γένους].