κώνειο

From LSJ

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source

Greek Monolingual

το (Α κώνειον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια σκιαδοφόρα και περιέχουν αλκαλοειδή που είναι πολύ τοξικά για τον άνθρωπο και για τα ζώα («οι ψᾱρες τὸ κώνειον ἐσθίοντες οὐδὲν βλάπτονται», Γαλ.)
2. το δηλητήριο που παράγεται από αυτό το φυτόκώνειον πιόντες ἀπέθανον», Ανδοκ.)
νεοελλ.
φρ. «μέ πότισε κώνειο» — μού έδωσε μεγάλη πίκρα με τα λόγια ή με τα έργα του
αρχ.
είδος καλαμοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από κῶνος βασίζεται στην ομοιότητα τών φύλλων του φυτού αυτού με τον καρπό του πεύκου].