κώνειο

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

το (Α κώνειον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια σκιαδοφόρα και περιέχουν αλκαλοειδή που είναι πολύ τοξικά για τον άνθρωπο και για τα ζώα («οι ψᾱρες τὸ κώνειον ἐσθίοντες οὐδὲν βλάπτονται», Γαλ.)
2. το δηλητήριο που παράγεται από αυτό το φυτόκώνειον πιόντες ἀπέθανον», Ανδοκ.)
νεοελλ.
φρ. «μέ πότισε κώνειο» — μού έδωσε μεγάλη πίκρα με τα λόγια ή με τα έργα του
αρχ.
είδος καλαμοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από κῶνος βασίζεται στην ομοιότητα τών φύλλων του φυτού αυτού με τον καρπό του πεύκου].