λάβριχος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

λάβριχος, ὁ (Α)
ψάρι του γλυκού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + κατάλ. -ιχος (πρβλ. πύρριχος)].