λέλοιπα

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de λείπω.

Greek Monotonic

λέλοιπα: παρακ. του λείπω.

Russian (Dvoretsky)

λέλοιπα: pf. к λείπω.