λίμνιος

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίμνιος Medium diacritics: λίμνιος Low diacritics: λίμνιος Capitals: ΛΙΜΝΙΟΣ
Transliteration A: límnios Transliteration B: limnios Transliteration C: limnios Beta Code: li/mnios

English (LSJ)

α, ον, v. λιμναῖος 1.1.

German (Pape)

[Seite 48] v.l. für λιμναῖος, Ath. VIII, 355 d.

Greek (Liddell-Scott)

λίμνιος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. λιμναῖος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λίμνιος, -ία, -ον) λίμνη
λιμναίος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λίμνιος
γένος σκαθαριών.