λαβατέρα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μαλβίδες της οποίας τα είδη που ευδοκιμούν στην Ελλάδα είναι γνωστά ως μολόχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lavatera < νεολατ. lavatera < επώνυμο του Ελβετού βοτανολόγου του 17ου αιώνα V. R. Lavater].