λαγώφθαλμος

English (LSJ)

λαγώφθαλμον, lit. hare-eyed: hence, unable to close the eye, owing to shortening of the upper eyelid, Dem. Ophth. ap. Aët.7.75, cf. Gal.14.681, Aët.7.2, Paul.Aeg.6.10; v. λαγόφθαλμος:—also λαγωόφθαλμος, Eust.812.2; τὸ λ. this condition of eyes, Gal.19.439.

German (Pape)

[Seite 5] hasenäugig (s. das Vorige), Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγώφθαλμος: -ον, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς προέχοντας ὡς ὁ λαγός, μὴ δυνάμενος νὰ κλείσῃ τοὺς ὀφθαλμούς, Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 6. 10, κτλ.· ὡσαύτως λαγωόφθαλμος Εὐστ. 512. 2· - τὸ λ. λαγώφθαλμον, ἡ τοιαύτη τῶν ὀφθαλμῶν κατάστασις, «λαγώφθαλμόν ἐστιν ἀνάσπασις τοῦ ἄνω βλεφάρου, ὥστε μὴ καλύπτειν ἐν τῷ καμμύειν ὅλον τὸν ὀφθαλμὸν» Γαλην. 2. 271.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λαγώφθαλμος, -ον)
βλ. λαγόφθαλμος.