λαγόφθαλμος

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγόφθαλμος Medium diacritics: λαγόφθαλμος Low diacritics: λαγόφθαλμος Capitals: ΛΑΓΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: lagóphthalmos Transliteration B: lagophthalmos Transliteration C: lagofthalmos Beta Code: lago/fqalmos

English (LSJ)

= λαγώφθαλμος, PMed.Strassb.p.6K.

Greek Monolingual

και λαγώφθαλμος, -η, -ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία
αρχ.
1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγώφθαλμον
η κατάσταση αυτή τών ματιών, η λαγοφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + ὀφθαλμός (πρβλ. λυκόφθαλμος, μονόφθαλμος)].