λαγόφθαλμος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
= λαγώφθαλμος, PMed.Strassb.p.6K.
Greek Monolingual
και λαγώφθαλμος, -η, -ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία
αρχ.
1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγώφθαλμον
η κατάσταση αυτή τών ματιών, η λαγοφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + ὀφθαλμός (πρβλ. λυκόφθαλμος, μονόφθαλμος)].