λαδομπογιά
Greek Monolingual
η
1. πυκυή βαφή που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού —λινελαίου— και χρωστικής ουσίας, ελαιόχρωμα
2. συνεκδ. ελαιογραφία, ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με ελαιοχρώματα.
η
1. πυκυή βαφή που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού —λινελαίου— και χρωστικής ουσίας, ελαιόχρωμα
2. συνεκδ. ελαιογραφία, ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με ελαιοχρώματα.