λαδόχαρτο

Greek Monolingual

το
1. χαρτί αδιάβροχο στο λάδι, κατάλληλο για περιτύλιγμα τροφίμων
2. χαρτί που γίνεται διαφανές με επάλειψη λαδιού και τερεβινθίνης και χρησιμοποιείται για αντιγραφή σχεδίων.