λαθρεμπορία
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
η
η λαθραία εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων με σκοπό την αποφυγή καταβολής τελωνειακών δασμών, το λαθρεμπόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].