ποδοπατώ

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

-άω και -έω, Ν
1. πατώ κάποιον με τα πόδια μου βίαια ή περιφρονητικά («το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο», Βαλαωρ.)
2. μτφ. μειώνω ηθικά, εξευτελίζω («ποδοπάτησες» την τιμή μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + πατώ].