λαμπροφωνεύομαι
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
v. sub λαμπρόφωνος.
Greek Monolingual
λαμπροφωνεύομαι (Α) λαμπρόφωνος
έχω λαμπρή, δυνατή φωνή.