λαμπύρισμα

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

το λαμπυρίζω
το να λαμπυρίζει κάτι, διακοπτόμενο φεγγοβόλημα.