λασπολογία

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

η λασπολογώ
η συκοφάντηση με χυδαίο και ιταμό τρόπο, η κατασπίλωση.