λασπολογώ

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

συκοφαντώ κάποιον χυδαία, κατασπιλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + -λογώ (< -λόγος < λέγω)].