λαστιχένιος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
-α, -ο λάστιχο
1. κατασκευασμένος από λάστιχο
2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση»).
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
-α, -ο λάστιχο
1. κατασκευασμένος από λάστιχο
2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση»).