λαχανίζομαι

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

German (Pape)

[Seite 19] Gartengewächse, Gemüse sammeln, VLL. Bei Sueton. Aug. 87 – betizare i. e. languere.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνίζομαι: ἀποθ., συλλέγω λαχανικά, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 14. ΙΙ. lachanizare κεῖται ὡς = belizare, δηλ. languere, ἀτονεῖν, παρὰ Suet. Oct. 87, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας λαχανιάζω. ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κθ΄.