λεηλατικός
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
German (Pape)
[Seite 23] ή, όν, Beute machend, plündernd?
Greek (Liddell-Scott)
λεηλᾰτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ διατεθειμένος πρὸς λεηλασίαν, Γλωσσ.