λεηλατικός

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194

German (Pape)

[Seite 23] ή, όν, Beute machend, plündernd?

Greek (Liddell-Scott)

λεηλᾰτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ διατεθειμένος πρὸς λεηλασίαν, Γλωσσ.