λεηλατῶ
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Mantoulidis Etymological
Παρασύνθετο ἀπό το ἐνν. λεηλάτης (λεία + ἐλαύνω).
Παράγωγα: λεηλασία, λεηλάτησις, λεηλατικός.