λεηλατῶ

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Mantoulidis Etymological

Παρασύνθετο ἀπό το ἐνν. λεηλάτης (λεία + ἐλαύνω).
Παράγωγα: λεηλασία, λεηλάτησις, λεηλατικός.