λειξιάρης

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. λειξιάρα
1. λαίμαργος, λιχούδης
2. (κατ' επέκτ.) πλεονέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειξ- (πρβλ. ἔλειξ-α, αόρ. του λείχω) + κατάλ. -ιάρης].