λεμονόκουπα
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
η
1. το καθένα από τα δύο μισά του λεμονιού μετά το στράγγισμα του χυμού του, αλλ. λεμονόστυμμα
2. φρ. «τον πήραν με τις λεμονόκουπες» — τον αποδοκίμασαν έντονα.