λενινιστικός

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λένιν, στο έργο του και στον λενινισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leninist < όν. του Nicolai Lenin, Ρώσου κομμουνιστή ηγέτη, + κατάλ. -ist].