οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
λεοντιαῖος, -αία, -ον (Α)αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. μηριαίος, νωτιαίος)].