λεοντιαίος

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

Greek Monolingual

λεοντιαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. μηριαίος, νωτιαίος)].