λεπτίτις

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

λεπτῖτις, -ίτιδος, ἡ (Μ)
φρ. «λεπτίτιδες κριθαί» — είδος λεπτής κριθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. κυαμίτις, σησαμίτις)].