λευκοτράχηλος
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
[ᾰ], ον, white-necked, Anatolius in Cat.Cod.Astr. 8(3).188.
Greek Monolingual
λευκοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό τράχηλο.