λευκοτριχώ

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

λευκοτριχῶ, -έω (Α) λευκότριχος
έχω άσπρα μαλλιά.