λεϊσμανία
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
η
ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων της τάξης πρωτομονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leishmania < νεολατ. leishmania < W. Β. Leishman, επώνυμο Άγγλου ιατρού].