ἀντλέω

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντλέω Medium diacritics: ἀντλέω Low diacritics: αντλέω Capitals: ΑΝΤΛΕΩ
Transliteration A: antléō Transliteration B: antleō Transliteration C: antleo Beta Code: a)ntle/w

English (LSJ)

(ἄντλος)
A bale out bilge-water, bale the ship, Thgn.673,Alc. 19.
2 generally, draw water, ἀντλέει καὶ ἐγχέει Hdt.6.119, Ev.Jo.2.8, etc.; ἷον ἐκ κρήνης ἐπ᾽ ὀχετοὺς ἐπὶ τὰς φλέβας ἀντλοῦν = draws them off to the veins, like water drawn into channels from a spring / draw as from a well, and pour into .., Pl.Ti.79a; διὰ χώνης τοῖσι βουλομένοις πιεῖν = draw water in a sieve Pherecr. 108.31: prov. of labour in vain, ἠθμῷ ἀντλεῖν = draw water in a sieve, Arist.Oec.1344b25; εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν = run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain X.Oec.7.40; but ἐκ πίθω ἀντλεῖν = of one who has abundance in store, Theoc.10.13; ἕτοιμον ἀ. Herod.4.14.
II metaph., drain dry, i.e.,
1 use the utmost, make the most of, τὰν ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν = exhaust the limits of the possible Pi.P.3.62: but more commonly,
2 of toil, suffering, etc., drain to the dregs, τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην A.Pr.377; τλημόνως ἤντλουν κακά Id.Ch. 748; λυπρὸν ἀντλήσει βίον E.Hipp.898; δέκα ἀντλήσας ἔτη v.l. Id.Tr.433.
3 squander, πατρῴαν κτῆσιν ἀντλεῖν S.El.1291.
III Pass., ἀντλούμενος ὄλβῳ flooded with, Man.4.92.

Spanish (DGE)

I achicar agua abs. en una nave, Thgn.673, cf. Luc.Cat.19, ναύκληροι ... ἀντλοῦντες καὶ ὑπεξαιροῦντες τὴν θάλατταν Plu.2.127c, cf. Men.Fr.269.3, D.C.50.34.3.
II de líquidos sacar c. ac. ἀντλέει (ἄσφαλτον) καὶ ἔπειτα ἐγχέει ἐς δεξαμενήν Hdt.6.119, ἐπὶ τὸ φρέαρ ἀντλῆσαι ὕδωρ LXX Ge.24.20, cf. 13, Ex.2.16, οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ Eu.Io.2.8, τὸ ... ὕδωρ πρὸ ἀνατολῆς ἀ. I.BI 4.472, οὐδ' ἔτοιμον ἀντλεῦμεν ni sacamos agua a voluntad Herod.4.14, πλήρεις κύλικας οἴνου ... ἤντλουν διὰ χώνης τοῖσι βουλομένοις πιεῖν Pherecr.108.31, el fuego de la respiración saca los alimentos digeridos hacia las venas οἷον ἐκ κρήνης ἐπ' ὀχετούς Pl.Ti.79a
abs. una máquina ἀντλοῦσαν εἰς ἀροσίμην γῆν POxy.2724.9 (V d.C.), cf. PMil.Vogl.256.9, ἐκ πίθω Theoc.10.13, refrán para indicar el trabajo en vano ἠθμῷ ἀντλεῖν sacar agua con una cesta Arist.Oec.1344b25, εἰς τὸν τετρημένον πίθον X.Oec.7.40
en v. med. impers. Hdt.6.119.
III fig.
1 sacar el mayor partido σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.P.3.62.
2 apurar ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην A.Pr.375, τλημόνως ἤντλουν κακά A.Ch.748, λυπρὸν ἀντλήσει βίον E.Hipp.898, cf. 1049, πόνον E.Fr.18.9P., πολλοὺς κόπους ἠντληκώς Herm.Sim.5.6.2, δουλείαν Luc.Merc.Cond.17, ἀντλήσει πένθος IUrb.Rom.1379.10 (II/III d.C.).
3 derrochar, dilapidar πατρῷαν κτῆσιν S.El.1291.
IV en v. med. ἀντλούμενος ὄλβῳ rebosante de riqueza Man.4.92.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤντλουν, f. ἀντλήσω, ao. ἤντλησα, pf. ἤντληκα;
1 vider l'eau qui s'amasse au fond d'un navire, écoper ; fig. ἀ. πατρῴαν κτῆσιν SOPH dissiper la fortune paternelle ; ἀ. τύχην ESCHL, λυπρὸν βίον EUR épuiser les rigueurs de la fortune, les chagrins de la vie;
2 p. ext. puiser : εἰς πίθον XÉN verser dans un tonneau le liquide que l'on puise.
Étymologie: ἄντλος.

German (Pape)

(ἄντλος), eigtl. eingedrungenes Seewasser aus dem Schiffsboden ausschöpfen; überhaupt ausschöpfen, Her. 6.119; ἐκ κρήνης Plat. Tim. 79a; εἰς πίθον τετρυπημένον ἀντλεῖν Xen. Oec. 7.40. übertragen, ergründen, ἔμπρακτον μηχανάν, ein ausführbares Werk, Pind. P. 3.62; aushalten, ertragen (den ganzen Kelch leeren), τύχην, κακά, Aesch. Prom. 375, Ch. 737; λυπρὸν βίον Eur. Hipp. 902; πολυετῆ δουλείαν Luc. Merc.cond. 17.

Russian (Dvoretsky)

ἀντλέω:
1 черпать, вычерпывать (ἄσφαλτον Her.; ἐκ κρήνης ἐπ᾽ ὀχετούς Plat.; θάλατταν Plut.): εἰς τὸν τετρυπημένον πίθον ἀ. погов. Xen. наполнять дырявую бочку и ἠθμῷ ἀ. погов. Arst. черпать решетом;
2 вычерпывать трюмную воду Luc.;
3 выполнять, совершать (τὰν ἔμπρακτον μαχανάν Pind.);
4 переносить, выносить, терпеть (τὴν παροῦσαν τύχην Aesch.; τὰ κακά Eur.; πολυετῆ δουλείαν ἠντληκώς Luc.): влачить (λυπρὸν βίον Eur.);
5 расточать (πατρῷαν κτῆσιν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντλέω: μέλλ. -ήσω: (ἄντλος): - ἐξάγω καὶ χύνω ἔξω τὸν ἄντλον, δηλ. τὸ δυσῶδες ὕδωρ ὅπερ συνάγεται εἰς τὸ βάθος τοῦ πλοίου, κοιν. «σεντίνα», ἢ ἁπλῶς χύνω ἔξω τὸ εἰς τὸ πλοῖον εἰσερχόμενον θαλάσσιον ὕδωρ, ἀντλεῖν δ’ οὐκ ἐθέλουσιν, ὑπερβάλλει δὲ θάλασσα ἀμφοτέρων τοίχων Θέογν. 673, Ἀλκαῖ. 19, πρβλ. Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 169. 2) καθόλου, ἐξάγω, ἀνασύρω ὕδωρ, ἀντλέει καὶ ... ἐκχέει Ἡρόδ. 6. 119· οἷον ἐκ κρήνης ἐπ’ ὀχετοὺς ἀντλ., ἀνασύρειν ὡς ἐκ φρέατος καὶ ἐκχύνειν εἰς ὀχετούς, Πλάτ. Τίμ. 79Α· οὕτως, ἀντλ. εἰς ..., Ξεν. Οἰκ. 7. 40· ἤντλουν διὰ χώνης τοῖσις βουλομένοις πιεῖν Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 31: - παροιμία ἐπὶ ματαιοπονίας, ἠθμῷ ἀντλεῖν, «νερὸ μὲ τὸ κόσκινο» Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξαντλῶ, ὅ ἐ., 1) μεταχειρίζομαι πᾶν κατορθωτὸν μέσον, καταβάλλω πᾶσαν προσπάθειαν, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανὰν Πινδ. Π. 3.110· ἀλλὰ συνηθέστερον, 2) ἐπὶ μόχθων, παθημάτων, κτλ., ἐξαντλῶ, ὑπομένω μέχρι τέλους, ὡς τὸ Λατ. exantlare ἢ exhaurire labores, τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην, θὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους τὴν παροῦσάν μου κατάστασιν, Αἰσχύλ. Πρ. 375· τλημόνως ἤντλουν κακὰ ὁ αὐτ. Χο. 748· λυπρὸν ἀντλήσει βίον Εὐρ. Ἱππ. 898· δέκα ἀντλήσας ἔτη ὁ αὐτ. Τρῳ. 433: - πρβλ. διαντλέω, ἐξαντλέω. 3) πατρῴαν κτῆσιν ἀντλεῖν, ἀσωτεύειν, κατασπαταλᾶν, Σοφ. Ἠλ. 1291.

English (Slater)

ἀντλέω met., use to the utmost, make mosi of τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62)

English (Strong)

from antlos (the hold of a ship); to bale up (properly, bilge water), i.e. dip water (with a bucket, pitcher, etc.): draw (out).

English (Thayer)

ά᾿ντλω; 1st aorist ή᾿ντλησα; perfect ἤντληκα; (from ὁ ἄντλος, or τό ἀντλον, bilge-water (or rather, the place in the hold where it settles, Eustathius commentary on Homer 1728,58 ὁ τόπος ἔνθα ὕδωρ συρρηι, τό τέ ἄνωθεν καί ἐκ τῶν ἁρμονιων));
a. properly, to draw out a ship's bilge-water, to bale or pump out.
b. universally, to draw water: ὕδωρ, Herodotus down.)

Greek Monotonic

ἀντλέω: μέλ. -ήσω (ἄντλος),
I. 1. αντλώ τα νερά της «σεντίνας», ρίχνω έξω από το πλοίο νερό που έχει εισρεύσει, σε Θέογν., Ευρ.
2. γενικά, ανασύρω νερό, σε Ηρόδ.
II. 1. μεταφ. λέγεται για μόχθο και κόπιασμα, εξαντλώ, έρχομαι σε τέλος, όπως το Λατ. exantlare ή exhaurire labores, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. σπαταλώ, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἄντλος
I. to bale out bilge-water, bale the ship, Theogn., Eur.
2. generally, to draw water, Hdt.
II. metaph. of toil or suffering, to exhaust, come to the end of, like Lat. exantlare or exhaurire labores, Aesch., Eur.
2. to squander, Soph.

Chinese

原文音譯:¢ntlšw 安特累哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:汲水 相當於: (דָּלָה‎) (שָׁאַב‎)
字義溯源:舀上來,(從器皿中)汲取,打水,舀,舀出來;源自(ἄντλημα)X*=艙)。
同義字:1) (ἀντλέω)舀上來 2) (ἀποσπάω)抽身離去 3) (ἑλκύω)拖曳 4) (ἐξέρχομαι / διεξέρχομαι / ἐκβαίνω)發出 5) (κατασύρω)拉下來 6) (σπάω)抽出 7) (σύρω)拖拉
出現次數:總共(4);約(4)
譯字彙編
1) 打水(1) 約4:15;
2) 打(1) 約4:7;
3) 舀(1) 約2:9;
4) 可舀出來(1) 約2:8

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=βγάζω νερό). Ἀπό τό: ἄντλος, ὁ (=τό βρώμικο νερό πού μαζεύεται στό βάθος τοῦ πλοίου). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄντλημα (=κουβάς), ἄντλησις, ἐξάντλησις, ἀντλητήρ, ἀντλητήριος, ἀντλητής, ἀντλία, ἀνεξάντλητος.