λινέλαιο

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

το (AM λινέλαιον Μ και λινέλιν)
ξηραινόμενο έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη τών σπερμάτων του λιναριού και χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων, κν. λιναρόλαδο.