λινίδες
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην τάξη γερανιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. linaceae < lin- (< λίνον) + λατ. κατάλ. -aceae].