λινοτόμος

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

German (Pape)

[Seite 50] Fäden zerschneidend, bei Hesych. von Taschenspielern, welche Fäden zerschneiden u. sie dann wieder ganz vorzeigen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοτόμος: ὁ, γόης, θαυματοποιὸς προσποιούμενος ὅτι κόπτει κλωστὴν εἰς δύο καὶ ἐπιδεικνύων αὐτὴν ἡνωμένην, Ἡσύχ.