δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 51] den das Leben verlassen hat, todt, Hesych.
λῐπόβιος: -ον, ὁ λιπὼν τὸν βίον, νεκρός, Ἡσύχ.