λιτροβουλής
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
λιτροβουλής, -ές (Μ)
άπληστος, ακόλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + βούλομαι.