λογχοδρέπανο

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

το (AM λογχοδρέπανον)
λόγχη που φέρει δρεπανοειδή αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + δρέπανο(ν)].