λογχότρωτος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek (Liddell-Scott)
λογχότρωτος: -ον, ὁ τρωθείς, πληγωθεὶς διὰ λόγχης, Ἐφραὶμ στ. 4091.
Greek Monolingual
λογχότρωτος, -ον (Μ)
πληγωμένος από λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -τρωτος (< τιτρώσκω), πρβλ. βελότρωτος, πολύτρωτος].