λοιπογραφία
English (LSJ)
ἡ,
A outstanding debt, arrears, BGU567.2, al., Petersen-Luschan Reisen in Lykien p.54 No.96, Glossaria
II carrying over of debt or arrears, PStrassb.77.5 (iii A. D.).
Greek Monolingual
λοιπογραφία και λοιπογραφή, ἡ (Α) λοιπογραφώ·1. καθυστέρηση πληρωμής χρέους
2. μεταβίβαση χρέους στα καθυστερημένα.