λοιπογραφή
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ἡ, = λοιπογραφία (outstanding debt, arrears, carrying over), Stud.Pal. 20.85 (iv AD).
Greek Monolingual
λοιπογραφή, ἡ (Α)
βλ. λοιπογραφία.