λουκέτο

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

το
1. μικρό, συνήθως κινητό, κλείθρο εφοδιασμένο με μεταλλικό στέλεχος σχήματος καμάρας που διέρχεται μέσω δακτυλιωτών γόμφων και, με το κλείσιμό του, ασφαλίζει τη σύνδεσή τους
2. φρ. α) «του 'βαλε λουκέτο στο στόμα» — του απαγόρευσε να μιλάει
β) «βάζω λουκέτο» — κλείνω το κατάστημα ή την επιχείρησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lucchetto (< αρχ. γερμ. lok)].