λουτιώ
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
λουτιῶ, -άω (Α)
επιθυμώ να λουστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + -τιῶ, επίθημα που εμφανίζεται στα θαμιστικά ρ. (πρβλ. κελευτιώ)].