λοφωτός
From LSJ
λοφωτός: -ή, -όν, ἔχων λόφον, Ἡσύχ.
-ή, -ό λόφος
1. αυτός που φέρει λοφίο
2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφωτός
ζωολ. γένος λαμπριδιόμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας λοφωτίδες.
mit einer Kuppe, Helmbusch und vgl. versehen, Hesych. erkl. ἐπίσημος.