λοφωτός

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek (Liddell-Scott)

λοφωτός: -ή, -όν, ἔχων λόφον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό λόφος
1. αυτός που φέρει λοφίο
2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφωτός
ζωολ. γένος λαμπριδιόμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας λοφωτίδες.

German (Pape)

mit einer Kuppe, Helmbusch und vgl. versehen, Hesych. erkl. ἐπίσημος.