λούσο

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

το
1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως της ενδυμασίας
2. πολυτέλεια
3. φρ. «άσ' τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» — άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»].