λυκόλυγξ

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκόλυγξ Medium diacritics: λυκόλυγξ Low diacritics: λυκόλυγξ Capitals: ΛΥΚΟΛΥΓΞ
Transliteration A: lykólynx Transliteration B: lykolynx Transliteration C: lykolynks Beta Code: luko/lugc

English (LSJ)

λυγκος, ὁ, wolf-lynx, Pap. in Sitzb. Heidelb. Akad. 1923 (2).14, 23.

Greek Monolingual

λυκόλυγξ, -υγκος, ὁ (Α)
είδος ζώου που πιστευόταν ότι προέρχεται από διασταύρωση λύκου και λύγκο.