λυκόλυγξ
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
λυγκος, ὁ, wolf-lynx, Pap. in Sitzb. Heidelb. Akad. 1923 (2).14, 23.
Greek Monolingual
λυκόλυγξ, -υγκος, ὁ (Α)
είδος ζώου που πιστευόταν ότι προέρχεται από διασταύρωση λύκου και λύγκο.