λυκότρυπα

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η
1. φωλιά λύκου
2. πολύ φτωχή κατοικία, τρώγλη.