λυχνάρι

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) λύχνος
νεοελλ.-μσν.
λύχνος
μσν.
πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι
αρχ.
μικρή λυχνία.