λώρανθος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λωρανθίδες και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη ξυλωδών παρασίτων, κυρίως τών δέντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. loranthus < λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» + ἄνθος.