μάκερ

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

German (Pape)

[Seite 84] τό, ein indianisches Gewürz, Galen.; bei Plin. macir.

Greek (Liddell-Scott)

μάκερ: τό, macir, εἶδος Ἰνδικοῦ ἀρώματος, Διοσκ. 1. 111, Πλίν. 12. 8, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
macir (écorce aromatique du muscadier).
Étymologie: DELG -.